συγκριτικός

συγκριτικός
συγκρῐτ-ικός, ή, όν,
A of or for compounding, opp.

διακριτικός, τμῆμα Pl.Plt.282c

, cf. Arist. Top.107b30;

λευκὸν μὲν τὸ διακριτικὸν μέλαν δὲ τὸ σ. Thphr.Sens.86

: ἡ -κή (sc. τέχνη) Pl. l.c. b,c.
II comparative,

ὑπόθεσις Plu.2.616d

; τὰ σ. (sc. ὀνόματα) comparative degree of adjectives, D.T.635.9, Plu.2.677d, A.D.Synt.58.28. Adv.

-κῶς D.L.9.75

.
III = μετασυγκριτικός, φάρμακα, opp. χαλαστικά, Gal.2.343: τὰ σ., title of work by Thessalus, Id.10.7.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συγκριτικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκριτικός — ή, ό / συγκριτικός, ή, όν, ΝΜΑ [σύγκριτος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύγκριση, στην αντιπαραβολή, συσχετικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συγκριτικά ο συγκριτικός βαθμός τών επιθέτων νεοελλ. φρ. α) «συγκριτική μέθοδος» μέθοδος που… …   Dictionary of Greek

  • συγκριτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται στη σύγκριση: Από τους συγκριτικούς πίνακες στατιστικής φαίνεται η άνοδος του βιοτικού επιπέδου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συγκριτικά — συγκριτικός of neut nom/voc/acc pl συγκριτικά̱ , συγκριτικός of fem nom/voc/acc dual συγκριτικά̱ , συγκριτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκριτικώτερον — συγκριτικός of adverbial comp συγκριτικός of masc acc comp sg συγκριτικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκριτικῶν — συγκριτικός of fem gen pl συγκριτικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκριτικόν — συγκριτικός of masc acc sg συγκριτικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκριτικαῖς — συγκριτικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκριτικαί — συγκριτικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκριτικοῖς — συγκριτικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκριτικοί — συγκριτικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”